-
1 βίαιος
A forcible, violent: Adj. once in Hom.,ἔρδειν ἔργα βίαια Od.2.236
, Adv. twice, by force, perforce, ; ; freq. in all writers,ἔργα β. Thgn. 1343
; ; of persons,βιαιότατος τῶν πολιτῶν Th.3.36
;χρόνος καταψήχει καὶ τὰ βιαιότατα Simon. 176
; β. θάνατος a violent death, Hdt.7.170, Pl.R. 566b, etc.;β. νόσος S.Ant. 1140
(lyr.);β. ἄνεμος Arist.Mete. 370b9
;ἐπάρδευσις Epicur.Ep. 2p.44U.
([comp] Comp.); ὁ πόλεμος β. διδάσκαλος teaches by violence, Th. 3.82; δίκη βιαίων an action for forcible rescue, Harp.; τοῖς β. or τῶν βιαίων ἔνοχος, Lys.23.12, Pl.Lg. 914e; βιαίων [ἐγκαλεῖ] D.37.33; τὰ [περὶ] τῶν βιαίων ibid.; συναλλάγματα β., λαθραῖα, obligationes ex delicto, Arist.EN 1131a8;κλοπαῖα καὶ β. Pl.Lg. 934c
. Adv.βιαίως, ἀποθανεῖν Antipho 1.26
; β. σέλμα σεμνὸν ἡμένων in their irresistible might, A.Ag. 182 (lyr.); χαλεπῶς καὶ β. by struggling and forcing their way, Th.3.23; firmly,σχεδίας β. ζεύξαντες Plb.3.46.1
: neut. pl. as Adv., A.Supp. 821 (lyr.);πρὸς τὸ β. Id.Ag. 130
;ἐκ τοῦ βιαιοτάτου D.H.10.36
.2 esp. of magic,β. τέχνη Philostr.VA1.33
. Adv. βιαίως, σοφός a wizard, ib.1.2.II [voice] Pass., forced, constrained, opp.ἑκούσιος, πράξεις Pl.R. 603c
; β. κίνησις, = παρὰ φύσιν κ., Arist.Ph. 254a9, cf. Pl.Ti. 64d; τὸ β., = οὗ ἔξωθεν ἡ ἀρχὴ μηδὲν συμβαλλομένου τοῦ βιασθέντος Arist.EN 1110b15; ἡ β. τροφή, of the diet of athletes, Id. Pol. 1338b41; πόνοι μὴ β. ib. 1335b9; ὁ χρημ.ατιστὴς (sc. βίος) β. τίς ἐστιν, Id.EN 1096a6;βιαιότερος λόγος Jul. Or.6.191d
. Adv. -ως, = παρὰ φύσιν, κινεῖσθαι Arist.Ph. 253b34: [comp] Comp.- οτέρως Gal.17(1).19
.2 = βιαιοθάνατος, PMag.Par.1.332.
См. также в других словарях:
Κριτίας — (περ. 460 – 403 π.Χ.). Αθηναίος πολιτικός, ποιητής και φιλόσοφος. Γόνος παλαιάς οικογένειας ευγενών, μαθητής των σοφιστών και του Σωκράτη, αναμείχθηκε στα πολιτικά πράγματα της Αθήνας και το 415 φυλακίστηκε για μικρό χρονικό διάστημα, επειδή… … Dictionary of Greek